- προσονομάζειν
- προσονομάζωcall by a namepres inf act (attic epic)προσονομάζωcall by a namepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσονομάζω — ΝΜΑ 1. καλώ κάποιον με ένα όνομα, τόν ονοματίζω («αἰθέρα προσονομάζειν τὸν ἀνωτάτω τόπον», Αριστοτ.) 2. αποδίδω σε κάποιον πρόσθετο όνομα, τού προσδίδω προσωνυμία, επονομάζω … Dictionary of Greek